- περίνα
- Α(κατά τον Ησύχ.) «περίναιον, τὸ αἰδοῑον».[ΕΤΥΜΟΛ. < περίνεος / περίνεον πιθ. κατ' επίδραση τού πηρίς, -ίνα (< πήρα*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίνα — περίνᾱ , περινάω float pres imperat act 2nd sg περίνᾱ , περινάω float imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περινάμενα — περινά̱μενα , περινάω float pres part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το περίνεος (βλ. λ. περίνεο και περίνα)] … Dictionary of Greek